- αιθέριος
- Αυτός που ανήκει ή μοιάζει στον αιθέρα, λεπτός, διαφανής, αέριος, άυλος, αγγελικός (π.χ. α. πλάσμα). Αυτός που βρίσκεται ψηλά, στον αέρα (π.χ. α. ύψη).
α. έλαια. Σύνθετες οργανικές ενώσεις που σχηματίζονται σε διάφορα φυτικά μέρη (άνθη, φύλλα, καρπούς, ρίζες, σπέρματα κλπ.). Τα πιο συνηθισμένα συστατικά τους είναι εστέρες κατώτερων ή μέσων οξέων με μέσες αλκοόλες, φαινολαλκοόλες, τερπένια και καμφορές. Διαλύονται στους ίδιους διαλύτες με τις λιπαρές ουσίες (αιθέρα, βενζίνη, αλκοόλη), χρωματίζονται με τις ίδιες χρωστικές των λιπαρών ουσιών, βρίσκονται όπως και τα λίπη στο πρωτόπλασμα των κυττάρων αλλά από χημική άποψη δεν έχουν καμιά σχέση με τα πραγματικά έλαια. Είναι σώματα υγρά, όχι πάντα ελαιώδη, άχρωμα ή υποκίτρινα, αδιάλυτα στο νερό, με χαρακτηριστική ευχάριστη οσμή και πολύ πτητικά. Τα πιο σημαντικά ελαιοπαραγωγα φυτά είναι η γαζία, ο ευκάλυπτος, το θυμάρι, ο ιβίσκος, το δεντρολίβανο, ο κέδρος, η ρίγανη, ο μενεξές, η μέντα, η λεβάντα, η μυρτιά κλπ.
Τα α.έ. παραλαμβάνονται με πολλές μεθόδους: α) με απλή έκθλιψη (π.χ. α.έ. των λεμονιών), β) με απόσταξη (π.χ. ροδέλαιο, έλαιο λεβάντας), γ) με εκχύλιση (π.χ. α.έ. γιασεμιού). Χρησιμοποιούνται στην αρωματοποιία, τη ζαχαροπλαστική, την ποτοποιία, τη φαρμακευτική και την παρασκευή καλλυντικών.
α. έλαια, τεχνητά. Μείγματα οσμηρών ουσιών, κυρίως εστέρων οξέων, που παρασκευάζονται συνθετικά και αντικαθιστούν τα φυσικά α.έ. Δεν έχουν την ποιότητα των φυσικών αλλά είναι πολύ φτηνότερα.
* * *-ια, -ιο (Α αἰθέριος, -ία, -ιον) [αἰθήρ]αυτός που βρίσκεται ψηλά, στον αιθέρανεοελλ.1. ο όμοιος με τον αιθέρα, λεπτός, άυλος, διαφανής, αέρινος2. Χημ. αιθέρια έλαιαέλαια που βρίσκονται σε διάφορα μέρη τών φυτώνμσν.υπέροχοςαρχ.1. αυτός που ανήκει στον αιθέρα, ο ουράνιος2. επίθ. τού Διός.
Dictionary of Greek. 2013.